- τραμπουκάρισμα
- το, -ατος1. επικίνδυνος κλυδωνισμός πλοίου: Η φουρτούνα φέρνει τραμπουκάρισμα.2. δωροδοκία, εξαγορά συνείδησης: Τραμπουκάρισμα δε χωράει στο δικαστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.